Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεμιστοῦ — θεμιστός oracular masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμιστός — θεμιστός, ή, όν (Α) [θέμις (Ι)] 1. θεμιτός, όσιος, νόμιμος («αἵματος οὐ θεμιστοῦ», Αισχύλ.) 2. χρησμοδοτικός, μαντικός. επίρρ... θεμιστῶς (Α) νόμιμα, δίκαια … Dictionary of Greek